- εγκατακλίνω
- ἐγκατακλίνω (Α)ξαπλώνω κάποιον μέσα (σε ιερό).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκατακλῖναι — ἐγκατακλίνω put to bed in aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατεκεκλίμην — ἐγκατακλίνω put to bed in plup ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακλινοῦντ' — ἐγκατακλῐνοῦντα , ἐγκατακλίνω put to bed in fut part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐγκατακλῐνοῦντα , ἐγκατακλίνω put to bed in fut part act masc acc sg (attic epic doric) ἐγκατακλῐνοῦντι , ἐγκατακλίνω put to bed in fut part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
ἐγκατακλιθείην — ἐγκατακλῐθείην , ἐγκατακλίνω put to bed in aor opt pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακλιθείς — ἐγκατακλῐθείς , ἐγκατακλίνω put to bed in aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακλιθῆναι — ἐγκατακλῐθῆναι , ἐγκατακλίνω put to bed in aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακλινεῖν — ἐγκατακλῐνεῖν , ἐγκατακλίνω put to bed in fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακλινῆναι — ἐγκατακλῐνῆναι , ἐγκατακλίνω put to bed in aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακλίνας — ἐγκατακλί̱νᾱς , ἐγκατακλίνω put to bed in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)